- Ωριγένης
- (Αλεξάνδρεια 183; – Τύρος 253/4 μ.Χ.). Αφρικανός θεολόγος. Μαθητής του Κλήμη στο Διδασκαλείον της Αλεξάνδρειας, νέος ακόμα ανέλαβε, με εντολή του επισκόπου Δημητρίου, τη διεύθυνση της προπαρασκευαστικής σχολής των κατηχουμένων. Από τα χρόνια αυτά χρονολογείται ο αυτοευνουχισμός που ο Ω. επέβαλε στον εαυτό του, ερμηνεύοντας ίσως αυστηρά κατά γράμμα την παρ. 19,2 του Ευαγγελίου του Ματθαίου. Αφού συναναστράφηκε στην Αλεξάνδρεια με τον φιλόσοφο Αμμώνιο Σακκά (που ήταν δάσκαλος και του Πλωτίνου), ο Ω. αναδιοργάνωσε τη διδασκαλία του αλεξανδρινού Διδασκαλείου, αφιερώνοντας μεγάλο μέρος της στη μελέτη της ελληνικής φιλοσοφίας, που τη θεωρούσε από τότε απαραίτητη για την ερμηνεία της Αγίας Γραφής και των παραδοσιακών δογμάτων του χριστιανισμού. Διωγμένος από τη χριστιανική κοινότητα της Αλεξάνδρειας, μετά τις διαφωνίες του με τον επίσκοπο Δημήτριο, ο Ω. εγκαταστάθηκε στην Καισάρεια της Παλαιστίνης. Eκεί δημιούργησε σχολή που επρόκειτο να συνεχίσει το έργο του και διαμέσου της οποίας η επίδρασή του επάνω στη χριστιανική θεολογία κυριαρχεί σε ολόκληρο τον 3o και σε μεγάλο μέρος του 4ου αι. Ο Ω. ήταν από τους παραγωγικότερους συγγραφείς της αρχαιότητας. O Ευσέβιος, σε έναν κατάλογο, του αποδίδει πάνω από 1.000 έργα, από τα οποία όμως τα περισσότερα χάθηκαν. Στα ελληνικά διεσώθησαν: τα σχόλια στον Ιωάννη και στον Ματθαίο, 20 ομιλίες, το Κατά Κέλσου, ο Εις μαρτύριον προτρεπτικός λόγος και το Περί ευχής στα λατινικά: στη μετάφραση του Ρουφίνου, το σημαντικότερο από τα έργα του το Περί αρχών, μεγάλη μελέτη θεολογικής σύνθεσης. Πάνω απ’ όλα όμως ο Ω. ήταν μελετητής της Αγίας Γραφής, που ενδιαφερόταν από τη μια μεριά να προσφέρει με τη μνημειώδη προσπάθεια των Εξαπλών, μια κριτική απόδοση των ιερών κειμένων, και από την άλλη να συλλάβει, πέρα από την κατά λέξη έννοια που προοριζόταν για τους απλούς πιστούς, την πνευματική, μυστική έννοια που προοριζόταν για τους εκλεκτούς.
Dictionary of Greek. 2013.